ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η θέση του θύματος 9
1. ΑΣΜΑΤΑ ΗΡΩΙΚΑ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΑ
1.1. «ΘΕΛΕΙ ΝΕΚΡΟΙ ΧΙΛΙΑΔΕΣ...» 19
1.1.1. Το μανιακό σύμπλεγμα 20
1.1.2. Ο θεός, η γυναίκα του, ο ποιητής και ο πρωτομάστορας 23
1.1.3. Εδαφικοποίηση: η γενιά του '30 και η μεταξική αισθητική 25
1.2. ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ '50: ΠΑΛΑΙΑ ΣΧΗΜΑΤΑ, ΝΕΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ 34
1.2.1. «Ξυπνούσε μέσα μου ο Έλληνας» 35
1.2.2. Η θεραπεία (δια) του τραύματος 40
1.2.3. Από το όλον στο μέρος – και τούμπαλιν 45
2. ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ, ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΚΑΙ Η ΘΥΣΙΑ
2.1. ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΑΚΡΟΒΑΣΙΕΣ 53
2.1.1. Γέφυρες 54
2.1.2. Η εκμετάλλευση ως κλοπή 60
2.1.3. Οι φακές και τα «ορντέρβ» 74
2.2. «ΤΗΝ ΒΑΖΟΥΝ ΑΛΛΟΙ ΜΕ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΠΟΛΛΑ» 81
2.2.1. Ο τρόμος για το όνειρο που φεύγει 84
2.2.2. Η μικρασιατική εκστρατεία... της Ιταλίας 88
2.2.3. Μνησικακείν 91
3. Ο ΔΙΑΦΟΡΙΣΤΙΚΟΣ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ
3.1. Η ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ 107
3.1.1. Το έθνος ως αντίσταση (και το αντίστροφο) 117
3.1.2. «Το πρόβλημα είναι να μένεις αυτό που είσαι» 131
3.1.3. «Ένας έλληνας Τούρκος» και άλλες επιτυχίες 144
3.1.4. Η «ελληνική ιστορία» ως φύση 148
3.1.5. Ένας Ρωμιός στο Παρίσι 151
3.2. Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΑ 157
3.2.1. Υπάρχουν ελληνικές κοκκάλες: 158
3.2.2. Είναι η αντίσταση πάντοτε αριστερή; 162
3.2.3. Η εθνοκάθαρση του λαϊκού τραγουδιού 167
3.2.4. Δόξα και σταύρωση του καλλιτέχνη 174
4. Η ΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΖΩΝΤΑΝΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
4.1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ, ΕΝΟΡΜΗΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 185
4.1.1. «Ζουν από τα πτώματα» 186
4.1.2. Αυτοί που «είναι από ειδικό υλικό» 190
4.1.3. Μια σπινοζική παρεμβολή: Θεολογικο-πολιτικά μίση 199
5. ΓΡΑΜΜΕΣ ΦΥΓΗΣ 203
5.1. ΔΙΔΥΜΟΙ ΠΥΡΓΟΙ, ΔΙΧΑΣΜΕΝΕΣ ΛΟΓΙΚΕΣ 205
5.1.1 Το δίλημμα του χαλίφη Σαμίρ 206
5.1.2. Μοιρολατρία και ηττοπάθεια 211
5.1.3. Απορίες του αντι-αντι-αντιαμερικανισμού 214
5.2. ΚΥΠΡΟΣ: ΤΟ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΥΡΟ 221
5.2.1. Η αποτυχημένη συνάντηση 223
5.2.2. Μητρότητα, παιδικότητα και «ωρίμανση» των πατρίδων 228
5.2.3. Τα «σχέδια του ιμπεριαλισμού» – και τα δικά μας 235
5.3. BONUS TRACK: «Ο ΠΟΛΙΤΗΣ ΜΙΚΗΣ» 238
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 241
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΩΝ 293
Σε επιστολή του στην Ελευθεροτυπία στις 9/4/2006, ο μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης, απαντώντας σε μια δυσμενή κριτική, αναρωτήθηκε μεταξύ άλλων τα εξής: Τι θα γίνει, φέρ' ειπείν, αν σ' αυτή τη χωματερή που καταντήσαμε την πατρίδα μας το κριτικός] σκάψει λίγο πιο κάτω και συναντήσει το άλιωτο σώμα του εκτελεσμένου; Που ίσως να ήταν απ' την ίδια πόλη, τη δική του. Ίσως κι απ' την ίδια γειτονιά. Μόνο που αυτός παρασύρθηκε από το «γιγαντισμό μιας ιδεολογικής κατασκευής», ας πούμε τον κομμουνισμό, ας πούμε τον εθνικι σμό, ας πούμε τον πατριωτισμό (γιατί τέτοιες «κατασκευές» είχαμε τότε στην Ελλάδα μας) κι άφησε γυναίκα και παιδιά και ξάπλωσε φαρδύς-πλατύς στη χωματερή και παραμένει άλιωτος. Το βιβλίο που έχετε στα χέρια σας ολοκληρώθηκε πριν γραφεί η επι-στολής ουσιαστικά όμως έχει αυτήν ως θέμα του. Ξεκινά από το ερώ τημα: τι είναι αυτό που οδηγεί κάποιους να ανακηρύσσουν τον εαυτό τους άγιο και ταυτόχρονα θύμα, να ζούνε για μισό αιώνα ταυτισμένοι με έναν άλιωτο νεκρό – και να περηφανεύονται γι' αυτό; Τι σημαίνει αυτή η συγκρότηση της υποκειμενικότητας γύρω από ένα κενοτάφιο, το «κε νοτάφιο του πατριωτισμού» (Μπένεντικτ Άντερσον); Και πώς μπορούμε να γλιτώσουμε από τη λατρεία του θανάτου, από αυτόν τον εθνικισμό που εμφανίζεται ως κομμουνισμός, ή τον κομμουνισμό που εμφανίζε-ται ως εθνικισμός, ή ενδεχομένως που είναι όντως εθνικισμός; Δηλαδή αυτόν τον εθνοκομμουνισμό, την υπεράσπιση του «εθνικού κοινωνικού κράτους» (Μπαλιμπάρ), που «είχαμε τότε» και που εν πολλοίς έχουμε ακόμα- στην «Ελλάδα μας (τους)». Το βιβλίο εξετάζει πώς, μετά την ενδοεθνική σύγκρουση της δεκαετίας του '40, η ελληνική αριστερά, και η ελληνική κοινωνία στο σύνολό της, οδηγήθηκε σε μία συγκρότηση της υποκειμενικότητας με βάση τη θυμα-τοποίηση – την εξύμνηση των απωλειών, της θυσίας, της οδύνης. Αντλώ-ντας από την πρόσφατη εμπειρία του «κινήματος των κινημάτων», ανι χνεύει τρόπους για να ξεφύγουμε από αυτή την κυριαρχία των αρνητικών ἡ θλιβερών παθών (Σπινόζα) και να ανοιχτούμε σε μια πρακτική αντάξια της τάσης του κομμουνισμού (Μαρξ). Δηλαδή σε μια πρακτική ανάλογη με την ενέργεια του υλιστή, ο οποίος «πηδάει στο τραίνο χωρίς να ξέρει από πού έρχεται και πού πηγαίνει» (Αλτουσέρ), μια πρακτική αντάξια της «αντίστασης που έρχεται πρώτα» (Φουκώ Ντελέζ) και της «ακατανίκητης ελαφρότητας και χαράς του να είσαι κομμουνιστής» (Χαρτ/Νέγκρι), ενά-ντια στο βάρος, στο μαζοχισμό και τη σοβαροφάνεια του να περιφέρεις ένα άταφο πτώμα αξιώνοντας να σε χειροκροτήσουν γι' αυτό.